Εγκλεισμός στα σλοβενικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ograjevanje, Encapsulation, inkapsulacijo, inkapsuliranje, inkapsulacijsko
Εγκλεισμός στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εγκλεισμός στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα σλοβενικά - cerebralno, cerebralne, cerebralna, cerebralni, možganska
  • εγκλείω στα σλοβενικά - encase
  • εγκληματίας στα σλοβενικά - zločinec, kazenska, kaznivo, kazensko, kazenske, kriminalec
  • εγκληματικός στα σλοβενικά - zločinec, kazenska, kaznivo, kazensko, kazenske, kriminalec
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: Ograjevanje, Encapsulation, inkapsulacijo, inkapsuliranje, inkapsulacijsko