Κατήφεια στα γαλλικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mélancolique, mélancolie, obscurité, tristesse, ténèbres, morosité, ombre
Κατήφεια στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας γαλλικά, κατήφεια στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα γαλλικά - possédez, avouer, confesser, possédons, avoir, possèdent, posséder, ...
  • κατήγορος στα γαλλικά - plaignant, procureur, poursuivant, ministère, parquet, procureur de
  • κατήφορος στα γαλλικά - côte, déclivité, pente, versant, descente, talus, inclinaison, ...
  • καταβάλλω στα γαλλικά - battre, débiliter, alanguir, émousser, étioler, vaincre, diminuer, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: mélancolique, mélancolie, obscurité, tristesse, ténèbres, morosité, ombre