Κατήφεια στα ρουμανικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
melancolie, melancolic, beznă, tristețe, jale, întristare, negură
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατήφεια στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα ρουμανικά - poseda, ține, deține, mențineți apăsat, mențineți apăsată, avea
- κατήγορος στα ρουμανικά - procuror, procurorul, procurorului, de procuror
- κατήφορος στα ρουμανικά - pantă, în jos, coborâre, alpin, downhill
- καταβάλλω στα ρουμανικά - birui, învinge, copleșească, overpower, copleși
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: melancolie, melancolic, beznă, tristețe, jale, întristare, negură
Μεταφράσεις: melancolie, melancolic, beznă, tristețe, jale, întristare, negură