Κατήφεια στα δανικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dysterhed, mørke, gloom, mørket, tristhed
Κατήφεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας δανικά, κατήφεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα δανικά - have, besidde, egen, eje, hold, holde, holder, ...
  • κατήγορος στα δανικά - anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed
  • κατήφορος στα δανικά - downhill, ned ad bakke, nedad, styrtløb, alpin
  • καταβάλλω στα δανικά - overvinde, overmande, overvælde, overbelastningsbeskyttelse, besejre
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dysterhed, mørke, gloom, mørket, tristhed