Κατήφεια στα σουηδικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vemod, dysterhet, elände, dunklet, svårmod, svårmodet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατήφεια στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα σουηδικά - egen, äga, besitta, håll, hålla, håller, inneha, ...
- κατήγορος στα σουηδικά - åklagare, åklagaren, åklagarens, åklagar
- κατήφορος στα σουηδικά - utförsåkning, Downhill, nedförsbacke, neråt
- καταβάλλω στα σουηδικά - manna, övermanna, överrösta, övermannar, rösta
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vemod, dysterhet, elände, dunklet, svårmod, svårmodet
Μεταφράσεις: vemod, dysterhet, elände, dunklet, svårmod, svårmodet