Κατήφεια στα φινλανδικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haikea, alakuloisuus, alakuloinen, kaihomielisyys, ikävä, synkkyys, gloom, synkkyyden, pimeys, synkkyyttä
Κατήφεια στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κατήφεια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα φινλανδικά - omata, omistaa, ikioma, on, oma, kehua, pitää, ...
  • κατήγορος στα φινλανδικά - syyttäjä, syyttäjän, syyttäjälle, syyttäjänä
  • κατήφορος στα φινλανδικά - vietto, rinne, alamäkeä, alamäkeen, laskettelu, downhill, laskettelua
  • καταβάλλω στα φινλανδικά - päihittää, kukistaa, heikentää, liian voimakasta moottoria, overpower, vallata, kukistamaisillaan
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: haikea, alakuloisuus, alakuloinen, kaihomielisyys, ikävä, synkkyys, gloom, synkkyyden, pimeys, synkkyyttä