Κατήφεια στα ουκρανικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
меланхолії, морок, темряву, темрява, пітьму, мрак
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατήφεια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα ουκρανικά - загін, володіти, рідний, власний, тримати, триматиме
- κατήγορος στα ουκρανικά - обвинувачі, прокурорський, прокурор, прокурора
- κατήφορος στα ουκρανικά - схил, вниз, униз, донизу, долілиць
- καταβάλλω στα ουκρανικά - ослабте, пригнічувати, придушувати, подавляти
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: меланхолії, морок, темряву, темрява, пітьму, мрак
Μεταφράσεις: меланхолії, морок, темряву, темрява, пітьму, мрак