Κατήφεια στα κροατικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potištenost, tuga, sjetu, melankolija, sumornost, tama, tmina, sumor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας κροατικά, κατήφεια στα κροατικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα κροατικά - priznati, osobni, vlastiti, prinuditi, posjedovati, posjedovali, držati, ...
- κατήγορος στα κροατικά - gonjenje, tužba, progon, progona, optužba, vođenje, tužilac, ...
- κατήφορος στα κροατικά - nizbrdo, spust, spustu, spusta, nizbrdici
- καταβάλλω στα κροατικά - oslabiti, nadvladati, nadjačati, svladati, potisnuti, savladati
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: potištenost, tuga, sjetu, melankolija, sumornost, tama, tmina, sumor
Μεταφράσεις: potištenost, tuga, sjetu, melankolija, sumornost, tama, tmina, sumor