Κατήφεια στα τούρκικα
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
melankoli, kasvet, hüzün, sıkıntı, karanlık, kasveti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατήφεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατέχω στα τούρκικα - kendi, özel, tutmak, tutun, basılı tutun, sahip, tuşunu basılı tutun
- κατήγορος στα τούρκικα - davacı, savcı, savcısı, savcının, başsavcısı
- κατήφορος στα τούρκικα - yokuş aşağı, iniş, downhill, yokuş
- καταβάλλω στα τούρκικα - yenmek, etkisiz, etkisiz hale, kokusundan, bastırabilir
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: melankoli, kasvet, hüzün, sıkıntı, karanlık, kasveti
Μεταφράσεις: melankoli, kasvet, hüzün, sıkıntı, karanlık, kasveti