Κατήφεια στα εσθονικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nukrameelsus, pimedus, süngus, kurbus, süngust, süngusega
Κατήφεια στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατήφεια στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα εσθονικά - omama, valdama, oma, hoidma, pidama, hoidke, hoidke all
  • κατήγορος στα εσθονικά - prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril
  • κατήφορος στα εσθονικά - langus, allamäge, langusel, sõitmine, mäest alla, downhill
  • καταβάλλω στα εσθονικά - kurnama, võitma, nõrgestama, üle võimust, võimust võtta, üle võimust võtta, Kukutada
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nukrameelsus, pimedus, süngus, kurbus, süngust, süngusega