Κατήφεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dimma
Κατήφεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατήφεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα ισλανδικά - eiginn, eigin, eiga, halda, að halda, haldið, haltu, ...
  • κατήγορος στα ισλανδικά - saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn
  • κατήφορος στα ισλανδικά - brun, bruni, niður, skíðabrekka, skíðabrekka í
  • καταβάλλω στα ισλανδικά - yfirbuga, yfirbugað, fellt, að yfirbuga, ekki skyggja
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dimma