Στέρηση στα δανικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας δανικά, στέρηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα δανικά - højdepunkt, krone, Crown, kronen, af Crown, Crowns
- στένωση στα δανικά - forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose
- στέψη στα δανικά - kroning, Coronation, kroningen, kronet
- στήθος στα δανικά - kiste, bryst, brystet, i brystet, brystkassen
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød
Μεταφράσεις: afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød