Στέρηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svipting, sviptingu, skort, svipta, að svipta
Στέρηση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στέρηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στέμμα στα ισλανδικά - kóróna, Crown, kórónu, sigursveigurinn
  • στένωση στα ισλανδικά - þrengsli, þröng, þrengsli í, þrenging, Æðaþrengsli
  • στέψη στα ισλανδικά - Coronation
  • στήθος στα ισλανδικά - brjóst, bringa, kista, brjósti, fyrir brjósti, brjóstverkur, bringu
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: svipting, sviptingu, skort, svipta, að svipta