Στέρηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atėmimas, nepriteklius, atėmimo, atėmimu, nepritekliaus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στέρηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα λιθουανικά - karūna, vainikas, Crown, karūną, vainiko
- στένωση στα λιθουανικά - kliūtis, stenozė, stenozės, susiaurėjusi, angos stenozė, stosis
- στέψη στα λιθουανικά - karūnavimas, karūnavimo, Coronation, karūnacijos
- στήθος στα λιθουανικά - krūtis, krūtinė, dėžė, skrynia, krūtinės ląsta, krūtinės, krūtinėje
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atėmimas, nepriteklius, atėmimo, atėmimu, nepritekliaus
Μεταφράσεις: atėmimas, nepriteklius, atėmimo, atėmimu, nepritekliaus