Στέρηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утрата, втрата, позбавлення
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στέρηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα ουκρανικά - коронка, гребінь, маківка, вінок, крона, корона
- στένωση στα ουκρανικά - перешкода, обструкція, непрохідність, просування, стеноз
- στέψη στα ουκρανικά - вивершення, коронація, завершення, коронування, Криниця
- στήθος στα ουκρανικά - скарбниця, переборювати, бороти, підніматися, шухляда, шухляду, казна, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: утрата, втрата, позбавлення
Μεταφράσεις: утрата, втрата, позбавлення