Στέρηση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лишување, лишувањето, одземање, депривација, лишување од
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στέρηση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα σλαβομακεδονικά - врвот, круната, круна, венец, корона
- στένωση στα σλαβομακεδονικά - стеноза, стенозата, стенози, стеноза на
- στέψη στα σλαβομακεδονικά - крунисувањето, крунисување, крунисан, крунисувањето на
- στήθος στα σλαβομακεδονικά - градите, во градите, градниот кош, на градите, градна
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лишување, лишувањето, одземање, депривација, лишување од
Μεταφράσεις: лишување, лишувањето, одземање, депривација, лишување од