Στέρηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroving, ontzetting, ontbering, deprivatie, achterstand
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στέρηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα ολλανδικά - kroon, hoogtepunt, top, toppunt, spits, piek, bekronen, ...
- στένωση στα ολλανδικά - hindernis, hinderpaal, beletsel, obstakel, stenose, vernauwing, een stenose, ...
- στέψη στα ολλανδικά - kroning, Coronation, de Kroning, kroning van, van de Kroning
- στήθος στα ολλανδικά - mam, kas, boezem, tiet, borst, bak, kist, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beroving, ontzetting, ontbering, deprivatie, achterstand
Μεταφράσεις: beroving, ontzetting, ontbering, deprivatie, achterstand