Στέρηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privação, privação de, a privação, privação do, privações
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στέρηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα πορτογαλικά - ponta, extremidade, coroa, pico, vértice, coroar, cimo, ...
- στένωση στα πορτογαλικά - obstáculo, estenose, estenoses, de estenose, stenosis, a estenose
- στέψη στα πορτογαλικά - coroação, Coronation, de coroação, da coroação, coronación
- στήθος στα πορτογαλικά - arca, caixa, teta, colo, peito, mala, armário, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: privação, privação de, a privação, privação do, privações
Μεταφράσεις: privação, privação de, a privação, privação do, privações