Στέρηση στα εσθονικά

Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaotus, ilmajätmine, äravõtmine, puudust, puuduse, äravõtmisega, äravõtmise
Στέρηση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, στέρηση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • στέμμα στα εσθονικά - kroon, Crown, võra, krooni, kroonnupp
  • στένωση στα εσθονικά - takistus, kitsenemus, stenoos, stenoosi, stenoosiga, stenoosiga patsiendid
  • στέψη στα εσθονικά - kroonimine, Coronation, kroonimise, kroonimist, kroonimisel
  • στήθος στα εσθονικά - laegas, rind, kirst, rinnus, rindkere, rindkeres, rinna
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaotus, ilmajätmine, äravõtmine, puudust, puuduse, äravõtmisega, äravõtmise