Στέρηση στα φινλανδικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riisto, riistäminen, puutteen, puutetta, puute, pituinen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στέρηση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα φινλανδικά - latvus, seppele, laki, diadeemi, latva, terä, purupinta, ...
- στένωση στα φινλανδικά - este, aita, ahtauma, stenoosi, ahtauman, stenosis, stenoosin
- στέψη στα φινλανδικά - kruunajaiset, kruunaus, Coronation, kruunajaisten, kruunajaisiin
- στήθος στα φινλανδικά - etumus, lipas, arkku, tissi, rintakehä, ryntäät, rinta, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: riisto, riistäminen, puutteen, puutetta, puute, pituinen
Μεταφράσεις: riisto, riistäminen, puutteen, puutetta, puute, pituinen