Στέρηση στα ιταλικά

Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
privazione, deprivazione, la privazione, privazione del, privazioni
Στέρηση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, στέρηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στέμμα στα ιταλικά - culmine, vetta, cima, sommità, corona, apogeo, crown, ...
  • στένωση στα ιταλικά - impedimento, inciampo, ostacolo, stenosi, la stenosi, una stenosi, di stenosi, ...
  • στέψη στα ιταλικά - incoronazione, dell'incoronazione, l'incoronazione, coronation, di incoronazione
  • στήθος στα ιταλικά - torace, tetta, mammella, valigia, seno, cassapanca, cassone, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: privazione, deprivazione, la privazione, privazione del, privazioni