Στέρηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfosztás, nélkülözés, depriváció, a nélkülözés, megfosztást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέρηση
στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στέρηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- στέμμα στα ουγγρικά - korona, koronát, koronával, koronája, koronáját
- στένωση στα ουγγρικά - szűkület, stenosis, szűkülete, sztenózis, stenosisban
- στέψη στα ουγγρικά - koronázás, koronázási, koronázása, a koronázási, koronázó
- στήθος στα ουγγρικά - szügy, láda, pénztár, szekrény, mellehúsa, mellkas, mellkasi, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megfosztás, nélkülözés, depriváció, a nélkülözés, megfosztást
Μεταφράσεις: megfosztás, nélkülözés, depriváció, a nélkülözés, megfosztást