Στέρηση στα τούρκικα

Μετάφραση: στέρηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoksunluk, yoksunluğu, mahrumiyet, deprivasyonu, yoksunluğunun
Στέρηση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, στέρηση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στέμμα στα τούρκικα - zirve, doruk, taç, tepe, kron, crown, The Crown
  • στένωση στα τούρκικα - engel, darlık, stenoz, stenozu, darlığı, stenozun
  • στέψη στα τούρκικα - taç giyme, giyme, taç, coronation, taç giyme töreni
  • στήθος στα τούρκικα - sandık, meme, göğüs, akciğer, toraks, gö¤üs
Τυχαίες λέξεις
Στέρηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yoksunluk, yoksunluğu, mahrumiyet, deprivasyonu, yoksunluğunun