Τροφοδοτώ στα εσθονικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööt, kütus, kütma, varustamine, tankima, kütet lisama, Stoke, puid jhk, Suurendada puid jhk, Lietsoa
Τροφοδοτώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, τροφοδοτώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα εσθονικά - nutritive, toitesoolade, toite, toiteväärtuse, toidusahhariidide
  • τροφοδοσία στα εσθονικά - varustamine, toitlustamine, peoteenindus, toitlustus, catering, toitlustamise, Iseteenindav
  • τροφοδότης στα εσθονικά - hankija, toitlustaja, toitlustuskäitleja, koka, toitlustajale
  • τροχαλία στα εσθονικά - plokk, rihmaratas, plokivinn, rihmaratta, pulley, rihmarattaga
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sööt, kütus, kütma, varustamine, tankima, kütet lisama, Stoke, puid jhk, Suurendada puid jhk, Lietsoa