Τροφοδοτώ στα ισπανικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carburante, sustentar, combustible, alimentar, cebo, comer, cebar, stoke, avivar, de Stoke, alimente, en Stoke
Τροφοδοτώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, τροφοδοτώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα ισπανικά - alimenticio, alimentario, nutritivo, nutritiva, nutritivos, nutricional, nutritivas
  • τροφοδοσία στα ισπανικά - abastecimiento, servicio de comidas, vacaciones, catering, de vacaciones
  • τροφοδότης στα ισπανικά - proveedor, abastecedor, catering, empresa de catering, servicio de catering
  • τροχαλία στα ισπανικά - polea, la polea, polea de, de polea, polea del
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: carburante, sustentar, combustible, alimentar, cebo, comer, cebar, stoke, avivar, de Stoke, alimente, en Stoke