Τροφοδοτώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díjazott, takarmány, fűt, tüzel, Stoke, ütemű, stroke
Τροφοδοτώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τροφοδοτώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα ουγγρικά - tápláló, nutritív, tápértéket, a tápértéket, tápanyagréteget
  • τροφοδοσία στα ουγγρικά - ellátás, vendéglátás, vendéglátó, vendéglátóipari
  • τροφοδότης στα ουγγρικά - élelmező, szervezõt, catering, mőködı gazdasági, ebédrendelés
  • τροχαλία στα ουγγρικά - csiga, tárcsa, szíjtárcsa, ékszíjtárcsa, görgő
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: díjazott, takarmány, fűt, tüzel, Stoke, ütemű, stroke