Ενίσχυση στα δανικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstærkning, amplifikation, amplificering, opformering
Ενίσχυση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας δανικά, ενίσχυση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα δανικά - voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-
  • ενήλικος στα δανικά - voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-
  • εναγής στα δανικά - sagsøger, sagsøgeren, sagsoegeren, sagsøgerens, klageren
  • εναγόμενος στα δανικά - sagsøgt, sagsøgte, sagsoegte, sagsøgtes, tilpligtes
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forstærkning, amplifikation, amplificering, opformering