Ενίσχυση στα σλοβενικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ojačanje, pomnoževanje, ojačanja, pomnoževanja, ojačevanje
Ενίσχυση στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ενίσχυση στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα σλοβενικά - odrasla oseba, odraslih, odrasle, za odrasle, odrasli
  • ενήλικος στα σλοβενικά - odrasla oseba, odraslih, odrasle, za odrasle, odrasli
  • εναγής στα σλοβενικά - ogaben, tožnik, tožnik je, tožeča stranka, tožnika, pritožnik
  • εναγόμενος στα σλοβενικά - tožena stranka, tožena, toženec, obtoženec, obdolženec
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: ojačanje, pomnoževanje, ojačanja, pomnoževanja, ojačevanje