Ενίσχυση στα ουγγρικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erősítés, amplifikációs, amplifikáció, hangosítás, amplifikációt
Ενίσχυση στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενίσχυση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ουγγρικά - felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek
  • ενήλικος στα ουγγρικά - felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek
  • εναγής στα ουγγρικά - gyalázatos, felperes, felperesnek, panaszos, felperese, felperest
  • εναγόμενος στα ουγγρικά - vádlott, alperes, alperest, alperesnek, kötelezett
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: erősítés, amplifikációs, amplifikáció, hangosítás, amplifikációt