Ενίσχυση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mögnun, mögnunar, mögnunina, mögnunin
Ενίσχυση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενίσχυση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ισλανδικά - fullorðinn, fullorðnum, fullorðna, fullorðinna, fullorðinsfræðslu
  • ενήλικος στα ισλανδικά - fullorðinn, fullorðnum, fullorðna, fullorðinna, fullorðinsfræðslu
  • εναγής στα ισλανδικά - stefnandi, stefnanda, sóknaraðili, kærandi
  • εναγόμενος στα ισλανδικά - stefndi, stefnda, varnaraðili, ákærði, ákærða
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mögnun, mögnunar, mögnunina, mögnunin