Ενίσχυση στα αλβανικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përforcim, amplifikim, zgjerimi, amplifikimi, amplification
Ενίσχυση στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας αλβανικά, ενίσχυση στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα αλβανικά - rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve
  • ενήλικος στα αλβανικά - rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve
  • εναγής στα αλβανικά - paditës, paditësi, paditësja, paditësit, paditëse
  • εναγόμενος στα αλβανικά - i pandehur, pandehuri, akuzuari, padituri, i pandehuri
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: përforcim, amplifikim, zgjerimi, amplifikimi, amplification