Ενίσχυση στα ισπανικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
refuerzo, amplificación, de amplificación, la amplificación, amplificación de, amplificación por
Ενίσχυση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ισπανικά, ενίσχυση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ισπανικά - adulto, adultos, de adultos, adulta, para adultos
  • ενήλικος στα ισπανικά - adulto, adultos, de adultos, adulta, para adultos
  • εναγής στα ισπανικά - detestable, horrible, abominable, horroroso, demandante, actor, actora, ...
  • εναγόμενος στα ισπανικά - acusado, demandado, demandada, parte demandada
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: refuerzo, amplificación, de amplificación, la amplificación, amplificación de, amplificación por