Ενίσχυση στα ρουμανικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amplificare, amplificarea, de amplificare, amplificării, amplificare a
Ενίσχυση στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενίσχυση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ρουμανικά - adult, adulți, adulților, pentru adulți, adulte
  • ενήλικος στα ρουμανικά - adult, adulți, adulților, pentru adulți, adulte
  • εναγής στα ρουμανικά - groaznic, odios, reclamant, reclamantului, reclamantul, de reclamant, reclamantă
  • εναγόμενος στα ρουμανικά - acuzat, pârât, inculpatului, inculpatul, inculpat, pârâtă
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: amplificare, amplificarea, de amplificare, amplificării, amplificare a