Ενίσχυση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versterking, amplificatie, de amplificatie, amplificatieproducten
Ενίσχυση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενίσχυση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ολλανδικά - volwassen, groot, volgroeid, volwassene, adult, volwassenen, Erotische
  • ενήλικος στα ολλανδικά - volwassen, groot, volwassene, volgroeid, adult, volwassenen, Erotische
  • εναγής στα ολλανδικά - afschuwelijk, ijselijk, afgrijselijk, gruwelijk, eiser, aanklager, verzoekster, ...
  • εναγόμενος στα ολλανδικά - beklaagde, beschuldigde, verweerder, aangeklaagde, gedaagde, verweerster, verdachte
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versterking, amplificatie, de amplificatie, amplificatieproducten