Ενίσχυση στα λετονικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastiprināšana, paplašināšana, pastiprinājums, amplifikācijas, amplifikāciju
Ενίσχυση στα λετονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας λετονικά, ενίσχυση στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα λετονικά - pieaugušais, pieaudzis, pieaugušo, pieaugušā, pieaugušu, adult
  • ενήλικος στα λετονικά - pieaudzis, pieaugušais, pieaugušo, pieaugušā, pieaugušu, adult
  • εναγής στα λετονικά - pretīgs, riebīgs, prasītājs, prasītājam, prasītāja
  • εναγόμενος στα λετονικά - apsūdzētais, atbildētāja, atbildētājs, atbildētājai, atbildētājam
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: pastiprināšana, paplašināšana, pastiprinājums, amplifikācijas, amplifikāciju