Αποδεκατίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покосявам, унищожи, да покосявам, да унищожат, вземам десятък
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποδεκατίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα βουλγαρικά - доказателства, доказателство, данни
- αποδεικνύω στα βουλγαρικά - докаже,, докаже, докажете, докажат, да докаже
- αποδεκτός στα βουλγαρικά - допустим, допустима, за допустима, допустимо, допустими
- αποδεσμεύω στα βουλγαρικά - освобождавам, свалям оковите на
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: покосявам, унищожи, да покосявам, да унищожат, вземам десятък
Μεταφράσεις: покосявам, унищожи, да покосявам, да унищожат, вземам десятък