Αποδεκατίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знішчаць, зьнішчаць
Αποδεκατίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποδεκατίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα λευκορωσικά - сведчанне, пасведчанне, сьведчаньне, пасьведчаньне
  • αποδεικνύω στα λευκορωσικά - даказваць, даводзіць
  • αποδεκτός στα λευκορωσικά - дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную
  • αποδεσμεύω στα λευκορωσικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: знішчаць, зьнішчаць