Αποδεκατίζω στα γαλλικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décimer, décimer les, décimer des, déciment, de décimer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας γαλλικά, αποδεκατίζω στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα γαλλικά - témoignage, document, prouver, démontrer, évidence, démonstration, preuve, ...
- αποδεικνύω στα γαλλικά - prouver, examiner, remontrent, démontrons, essayer, témoigner, éprouvons, ...
- αποδεκτός στα γαλλικά - potable, plausible, admissible, licite, acceptable, permis, recevable, ...
- αποδεσμεύω στα γαλλικά - relaxer, débarrasser, libérer, relâcher, déchaîner, émanciper, désenchaîner, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: décimer, décimer les, décimer des, déciment, de décimer
Μεταφράσεις: décimer, décimer les, décimer des, déciment, de décimer