Αποδεκατίζω στα κροατικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
desetkovati, samo desetkovati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, αποδεκατίζω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα κροατικά - dokaz, trag, dokazi, dokazati, razjasniti, dokaza, dokaze, ...
- αποδεικνύω στα κροατικά - isprobati, demonstrirati, tvrditi, dokazivati, osvjedočiti, dokazati, pokazati, ...
- αποδεκτός στα κροατικά - prihvatljiv, prihvatljivost, prihvatljivosti, dozvoljen, dopustiv, dopustivi, dopuštenim, ...
- αποδεσμεύω στα κροατικά - raskovati, osloboditi okova
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: desetkovati, samo desetkovati
Μεταφράσεις: desetkovati, samo desetkovati