Αποδεκατίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
decimate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποδεκατίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα ισλανδικά - vísbendingar, sönnunargögn, sönnun, bendir, sannanir
- αποδεικνύω στα ισλανδικά - sanna, að sanna, reynst, reynast, sannað
- αποδεκτός στα ισλανδικά - aðgengilegur, tæka, tæk, tækt til meðferðar, réttmæt, tækt
- αποδεσμεύω στα ισλανδικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: decimate
Μεταφράσεις: decimate