Αποδεκατίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
косити, знищувати, нищити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδεκατίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα ουκρανικά - свідчення, очевидність, доказ, свідоцтво, посвідчення, свідоцтва
- αποδεικνύω στα ουκρανικά - продемонструвати, ствердьте, демонструйте, затверджувати, гордо, демонструвати, стверджувати, ...
- αποδεκτός στα ουκρανικά - жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, ...
- αποδεσμεύω στα ουκρανικά - розв'язувати, розв'язати, unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: косити, знищувати, нищити
Μεταφράσεις: косити, знищувати, нищити