Αποδεκατίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
десеток, земам десеток, да земам десеток
Αποδεκατίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αποδεκατίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα σλαβομακεδονικά - докази, доказ, доказите, докази за, евиденција
  • αποδεικνύω στα σλαβομακεδονικά - докаже, ја докаже, докажат, се докаже, покаже
  • αποδεκτός στα σλαβομακεδονικά - допуштена, допуштени, прифатлив, прифатливи
  • αποδεσμεύω στα σλαβομακεδονικά - освобождавам
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: десеток, земам десеток, да земам десеток