Αποδεκατίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dešimtinę, Decimēt, Atsižvelgti dešimtinę, Bausmė kas dešimtas, Dziesiątkować
Αποδεκατίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποδεκατίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα λιθουανικά - įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymus
  • αποδεικνύω στα λιθουανικά - tikrinti, įrodyti, įrodo, pasirodyti
  • αποδεκτός στα λιθουανικά - priimtinas, priimtinu, priimtina, priimtini
  • αποδεσμεύω στα λιθουανικά - Atleidžiami, Nuimti pančiai
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dešimtinę, Decimēt, Atsižvelgti dešimtinę, Bausmė kas dešimtas, Dziesiątkować