Αποδεκατίζω στα δανικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
decimere, decimerer, udslet, tynde ud
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αποδεκατίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα δανικά - dokumentation, beviser, bevismateriale, bevis, tegn
- αποδεικνύω στα δανικά - teste, bevise, vise, vise sig, godtgøre
- αποδεκτός στα δανικά - realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages
- αποδεσμεύω στα δανικά - løsrive
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: decimere, decimerer, udslet, tynde ud
Μεταφράσεις: decimere, decimerer, udslet, tynde ud