Διαπλοκή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπλοκή
διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπλοκή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαπιστώνω στα βουλγαρικά - забележка, бележка, нота, внимание, за сведение
- διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά - пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори
- διαπράττω στα βουλγαρικά - ангажират, ангажираме, ангажира, извършване, извърши
- διαπρέπω στα βουλγαρικά - превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането
Μεταφράσεις: преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането