Διαπλοκή στα σουηδικά
Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanvävning, vävningen, sammanflätning, vävnings, vävning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπλοκή
διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας σουηδικά, διαπλοκή στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διαπιστώνω στα σουηδικά - etablera, bilda, upprätta, not, anteckning, anmärkning, notera, ...
- διαπληκτίζομαι στα σουηδικά - träta, diskutera, kiv, strid, kivas, gräl, argumentera, ...
- διαπράττω στα σουηδικά - begå, commit, begår, åta, förbinda
- διαπρέπω στα σουηδικά - stående, preeminent, framstående, mest framstående
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sammanvävning, vävningen, sammanflätning, vävnings, vävning
Μεταφράσεις: sammanvävning, vävningen, sammanflätning, vävnings, vävning