Διαπλοκή στα δανικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sammenvævning, sammenvævningen, sammenfletning, sammenblandingen, sammenblandet
Διαπλοκή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας δανικά, διαπλοκή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα δανικά - oprette, note, notat, efterretning, til efterretning, bemærkning
  • διαπληκτίζομαι στα δανικά - drøfte, skænderi, mundhuggeri, argumentere, diskutere, hævder, hævde
  • διαπράττω στα δανικά - begå, forpligte, forpligter, forpligte sig, begår
  • διαπρέπω στα δανικά - fremtrædende, preeminent, mest fremtrædende, reviewet, overlegne
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sammenvævning, sammenvævningen, sammenfletning, sammenblandingen, sammenblandet