Διαπλοκή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапляценне, пераплятанне, ў перапляценне, перапляценьня, перапляталіся
Διαπλοκή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διαπλοκή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα λευκορωσικά - будаваць, нататка, заметка
  • διαπληκτίζομαι στα λευκορωσικά - спрачацца
  • διαπράττω στα λευκορωσικά - здзейсніць, зрабіць, ажыццявіць, учыніць, зьдзейсьніць
  • διαπρέπω στα λευκορωσικά - выбітны, выдатны
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перапляценне, пераплятанне, ў перапляценне, перапляценьня, перапляталіся