Διαπλοκή στα τούρκικα

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birbirinin içine girme, iç içe, iç içe geçmiþ, iç içe birbirine, içe birbirine
Διαπλοκή στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαπλοκή στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα τούρκικα - kurmak, not, notu, DİPNOT, nota, note
  • διαπληκτίζομαι στα τούρκικα - kavga, tartışmak, iddia, savunuyorlar, ileri, tartışmaya
  • διαπράττω στα τούρκικα - yapmak, işlemek, taahhüt, tamamlama, commit, işlemeye
  • διαπρέπω στα τούρκικα - üstün, Önde gelen, seçkin, seçkin bir, preeminent
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: birbirinin içine girme, iç içe, iç içe geçmiþ, iç içe birbirine, içe birbirine