Διαπλοκή στα κροατικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miješanje, intervencija, ispreplitanje, prepletanje, preplitanje, isprepliće, međusobno preplitanje
Διαπλοκή στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας κροατικά, διαπλοκή στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα κροατικά - razjasniti, izraditi, ustanove, utvrditi, ustanoviti, osnivati, uspostaviti, ...
  • διαπληκτίζομαι στα κροατικά - prosuditi, svađa, psovati, razuvjeriti, spor, prepirka, diskutirati, ...
  • διαπράττω στα κροατικά - počiniti, izvršiti, obvezati, počine, počini, obvezuju
  • διαπρέπω στα κροατικά - isticati, nadmašiti, nadmašivati, nadmoćan, istaknute, dominirajuća, istaknut, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: miješanje, intervencija, ispreplitanje, prepletanje, preplitanje, isprepliće, međusobno preplitanje